- νηγάτεος
- νηγάτεοςnewly mademasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηγάτεος — νηγάτεος, έη, ον (Α) πιθ. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νέος, καινούργιος («χιτώνα καλόν, νηγάτεον» Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση της με αρχ. ινδ. ahata «αυτός που δεν έχει φορεθεί (για ρούχα)» ή με … Dictionary of Greek
νηγάτεον — νηγάτεος newly made masc acc sg νηγάτεος newly made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηγατέαις — νηγάτεος newly made fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηγατέῃσιν — νηγάτεος newly made fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηγατέῳ — νηγάτεος newly made masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
готовый — готов, готова, укр. готовий, ст. слав. готовъ ἕτοιμος (Супр.), болг. готов, сербохорв. го̀тов, словен. gotòv, чеш. hotovy, польск. gotowy, gotow, в. луж. hotowy, н. луж. gotowy. Родственно алб. gat готовый , gatuanj готовлю, варю , но едва ли… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера